Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007

Ο Ζορμπάς κι εγώ

Πρέπει να 'ταν περασμένα μεσάνυχτα. Αφήνοντας πίσω τη βοή της πόλης, τις ανυπόταχτες υλακές των μίζερων καφετερειών, πήρα το δρόμο μου προς τον Αϊ-Γιώργη. Έτσι λεν το λόφο της πόλης μου, όπου και βρίσκεται κι ο φερώνυμος ναός.

Οι αναμνήσεις που 'χω από τούτο το μέρος είναι χιλιάδες. Από τότε που ήμουν πιτσιρίκι συνήθιζα να ανεβαίνω εκεί ψηλά με τους γονείς μου και παρέα να αγναντεύουμε την πόλη. Κάθε ανάμνηση κατέχει και μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Πάντα μου άρεζε το δροσερό αεράκι να θωπεύει το πρόσωπό μου και μαζί με δαύτο να περιπλανιέμαι στο άπειρο. Ο τόπος αυτός ήταν για εμένα ανέκαθεν κάτι το ιερό. Αποτελούσε και αποτελεί το ορμητήριο των σκέψεών μου, των αναζητήσεών μου.

Συνεπαρμένος από τη ξαστεριά, τα καπρίτσια της θεάς νύχτας, απεφάσισα να ανηφορήσω για πολλοστή φορά στον τιμημένο λόφο. Ήταν σαν κάτι να με ήλκε προς εκείνο το μέρος, σαν κάποια κρυφή, μαγική δύναμη να με καλεί.

Καθόλη τη διάρκεια του περιπάτου μου ήμουν βυθισμένος σε περισυλλογή. Πολλές οι σκέψεις, πολλοί οι προβληματισμοί, πολύς ο δρόμος για τον προορισμό. Κι όσο προχωρούσα, τόσο οι σκέψεις φούντωναν, τόσο το αμπερόμετρο της καρδιάς μου χτυπούσε κόκκινο. Τελικά, ύστερα από αρκετή ώρα οδοιπορίας και ελαφρώς κουρασμένος, βρέθηκα ξέγνοιαστος σε ένα παγκάκι να ατενίζω την υπέροχη θέα της πόλης μου, του Κιλκίς.

Όλα φαίνονται από εδώ΄ και η παραμικρή λεπτομέρεια. Με μια γρήγορη ματιά, βλέπω αραδιασμένα, ισχνά φώτα και ανήσυχες ψυχές να ψάχνουν από κάτι να πιαστούν μέσα στο βαθύ έρεβος. Ίσως δεν είμαι ο μόνος τελικά. Ίσως με συμπάσχουν κι άλλοι...

Και τι γίνεται όμως πέρα από τα φώτα και τη ζωή της πόλης; Ή μήπως όλα τελειώνουν εδώ; Την απάντηση μου την επεφύλλασσε η μοίρα για το τέλος. Ο ουρανός, τα αστέρια! Πώς δε το σκέφτηκα από την αρχή, αναρρωτιέμαι. Εκεί βρίσκονται όλα κρυμμένα!

"Ποιος τα καμε; Γιατί τα καμε; Γιατί να πεθαίνουμε; Από πού ερχόμαστε και πού πάμε;" Αυτές είναι μερικές από τις ερωτήσεις που μου έρχονται απρόσμενα στο μυαλό. Ερωτήσεις γνώριμες. Κάπου τις είχα ξαναδιαβάσει. Ναι! Το βρήκα. Ο Ζορμπάς... Ξαφνικά, έγινα ένα με τον Ζορμπά, ένα με τις ανησυχίες του, με την περιέργειά του. Κάτι μου λέει βαθειά μέσα μου όμως πως πάλι απάντηση δεν πρόκειται να πάρω. Όπως και να έχει όμως, ποιος είπε ότι κάθε αρχή έχει και το τέλος της;

" Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε:
- Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα καμε; Γιατί τα καμε; Και πάνω από όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί θα πεθαίνουμε;
- Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το ξηγήσω.
- Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.
Σώπασε λίγο. άξαφνα ξέσπασε:
- Τότε τι 'ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δε λένε αυτό, τι λένε;
- Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δε μπορεί να απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
- Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:
- Καναβάρο! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
- Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.
Στράφηκε πάλι σε μένα.
- Εγώ θέλω να μου πεις από πού ερχόμαστε και πού πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές. Θα 'χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί. Τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε. Αχ, να μπορούσα να του 'δινα μιαν απόκριση!
Ένοιωθα βαθειά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη. Μα κάτι άλλο πιο άψηλο, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι 'ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; Ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
- Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
- Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η Γη μας. Τ' άλλα τα φύλλα είναι τα αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα. Τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει. Το γευόμαστε, τρώγεται. Το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τ' άλλα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν' ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει στην καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...
Σταμάτησα. Ήθελα να πω: "Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση", μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
- Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
- ...αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός". Άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: "Μου αρέσει".
Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα. Βασανιζόταν να καταλάβει.
- Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο. Τον κοιτάζω και δε φοβούμαι. Όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:
- Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: "Σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!"
Δε μιλούσα. Να λες "Ναι!" στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου λεύτερη βούληση - αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι' αυτό δε μιλούσα.
Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να του πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.
- Καληνύχτα, αφεντικό, είπε. Φτάνει. "

Πολλές φορές πέρασα ώρες και ώρες, πολλές φορές ξενύχτισα και μολαταύτα, απελπισμένος, με έπαιρνε υπό τη σκέπη του ο γλυκύτατος ύπνος. Το ίδιο φοβάμαι ότι θα γίνει δυστυχώς και τώρα. Το ίδιο θα γίνει κάποτε αιώνια και όλα αυτά θα τα κουβαλάω μαζί μου, όπου και αν πάω, όπου και αν διαβώ.

Καληνύχτα ...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

…μικρά(-μεγάλα) αναπάντητα ερωτήματα που βασάνιζαν και θα βασανίζουν τις ψυχές των ανθρώπων έως ότου ..όπως λες και συ… βρουν τον «γλυκύτατο ύπνο»

Η ποίηση, είναι ένα μικρό κλειδί, για να μπορέσουν να ξεκλειδώσουν πτυχές και σκέψεις από τον «χαοτικό» κόσμο που μας περιβάλει αφήνοντας πίσω τους κάθε περιορισμό ηθικό και μη, για να μπορέσουν με τον τρόπο τους να μας πουν…
¨να, για αυτό υπάρχουμε…¨ και μέσα από κάποιες αράδες λέξεων και στίχων, που πολλές φορές είναι δυσνόητες για τους περισσότερους από μας ¨τους απλούς θνητούς¨ … προσπαθούν να μας δώσουν μια ανώτερη πηγή αλήθειας…

Σας ευχαριστούμε…