Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Κουτσομπολεύοντας...




Μεσημέρι. Οι θείοι λείπουν για διακοπές. Περιμένουμε τον πατέρα μου να γυρίσει από τη δουλειά για το γεύμα. Η μητέρα μου , έχει αναλάβει χρέη μαγείρισσας ...λόχου. Οι ξαδέρφες , έχουν έλθει. Το γεύμα ξεκινάει. Αφού τσουγκρίσουμε , το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, διακόπτεται κατά διαστήματα, για διάφορα ...κουτσομπολιά. Ο άνθρωπος αρέσκεται στο να σχολιάζει καταστάσεις και πράγματα. Είναι το καλύτερό του. Η ανόσια στα προβλήματά του, το ελιξήριο της ζωής του. Ο αγιασμός των σκέψεών του. Πρώτο όργανο σε αυτά οι ξαδέρφες. Μεγάλη ειδικότητα. Τέτοιου βαθμού, που νομίζω ότι είμαι τόσο άσχετος απ' τα τεκταινόμενα της πόλης, που μου 'ρχεται να βάλω τα κλάματα. Κρατιέμαι όμως. Ακούω με περιέργεια τα όσα λέγονται. Ανάμεσά σε αυτά, κάτι μου προξένησε φοβερή εντύπωση και θα ήθελα να το μοιραστώ μαζί σου.

Λέει η ξαδέρφη μου... "Ακούστε, ακούστε, δε θα το πιστέψετε". Νόμιζα ότι θα πει για το ξενοπήδημα της Νίτσας από απέναντι με τον Τάκη τον περιπτερά. Αυτό μέχρι κι εγώ το ήξερα. Βούηξε ο τόπος. "Που λέτε λοιπόν", συνεχίζει, "στο υπέροχο εστιάτοριο που με πήγε ο δικός μου ( ... δε χάνει ποτέ στιγμή να παινέψει τον άνδρα της ζωής της όπως λέει ... αυτός ο έρως ... ) , στο διπλανό τραπέζι καθόταν μια γιαγούλα και έπιασα κουβέντα μαζί της. Πολύ συμπαθητική. Είχαν παραγγείλει..." . Τη διακόπτω. "Ξαδέρφη, θα μας πεις αυτό που είναι να πεις, ή θα μας βγάλεις την πίστη μεσημεριάτικα ; Σε λίγο αρχίζει και το σίριαλ σου στην TV και θα την κοπανήσεις τρέχοντας και θα μας αφήσεις με την περιέργεια." Αναστενάζει, και συνεχίζει... "Αμάν και συ, σα τη μάνα σου, ανυπόμονος. Πού είχα μείνει; Α... ναι... Και που λέτε, άρχισε να με ρωτάει από πού είμαι.. Μόλις της είπα την καταγωγή μου, ξαφνιάστηκε. "Να δεις που θα βγούμε συγγενείς στο τέλος", μου λέει. Ήταν από το ίδιο μέρος με τον πατέρα μου. "Πώς λένε τον πατέρα σου ;" , με ρώτησε. Όταν της απάντησα, κοντοστάθηκε για λίγα λεπτά, άρχισε να σκέφτεται, ώσπου τελικά το βρήκε. "Η (σχωρεμένη) γιαγιά σου, όταν της έπιασαν οι πόνοι και ήταν έτοιμη να γεννήσει, ήταν στο σπίτι μου για καϊφέ. Ο Γιωργάκης (σσ. ο μπαμπάς σου), κλωτσούσε πολύ. Με μια άλλη γειτόνισσα, αναλάβαμε τη γέννα... Τι μου θύμισες τώρα.. Όλες οι φίλες μου έχουν φύγει (κλάματα)..."

"Καλά μαρή, αυτό ήθελες να μας πεις τόση ώρα; Κι εγώ που νόμιζα ότι είχες κάτι σοβαρό κατά νου.. Πφφφ..." . Η άλλη εξαδέλφη είχε λυσσάξει. Περίμενε να μάθει πώς και πώς ποιος ξενοπήδησε τη Νίτσα. Απορώ πώς της είχε ξεφύγει. Μέχρι κι εγώ το ήξερα! " Εδώ ο κόσμος καίγεται και συ μας λες για την κύρα Σούλα που συνάντησες στην ταβέρνα και τις ιστορίες της..." . Γελάω. Είναι απόλαυση το μεσημεριανό μαζί με παρέα. Ειδικά όταν αρχίζουν οι κοκορομαχίες και οι φωνές σκεπάζουν τα χρατς, χρουτς, απ' τα μαχαιροπίρουνα. "Τέλος πάντων", συνεχίζει, "αφού δεν έχετε τίποτα νέο να μας πείτε, εγώ φεύγω... Πάω να μπω στο facebook. Όλο και κάποιος θα 'χει χωρίσει... (γέλια)" . "Μμμ, άντε καλέ, σιγά... Κι εγώ πάω να μιλήσω στον άνδρα μου. Του είπα ότι θα του πάρω τηλέφωνο μόλις τελειώσω το φαγητό", συμπληρώνει η άλλη.


Το γεύμα έλαβε τέλος. Η μητέρα μου, αρχίζει το συμμάζεμα του τραπεζιού, ενώ εγώ βρίσκομαι εδώ, πάνω απ' το "τικι-τικι" ( όπως λέει η γιαγιά μου ), προσπαθώντας να συμμαζέψω τις σκέψεις μου. Για να 'μαι ειλικρινής, η ιστορία που μας φύλασσε η εξαδέλφη, με συγκίνησε. Μέσα σε πέντε λεπτά , ο χρόνος , γύρισε πίσω μισό αιώνα. Το χθες, συνδέθηκε με το σήμερα. Συνδετικός κρίκος; Το κουτσομπολιό... Τελικά, μερικές αξίες παρεμένουν σταθερές και αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου. Η γλυκιά ανάμνηση της κυράς Σούλας, έμελλε να αλλάξει τον τρόπο σκέψης μου. Οποιοσδήποτε ενδοιασμός για κουτσομπολιό θα πήγαινε στον κάδο ανακύκλωσης...