Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Αναζητήσεις...

Γράφω στο ημερολόγιό μου:

Μουριές,
8 Απριλίου 2007


Την προσοχή μου αποσπά άξαφνα μία φωτογραφία. Μακαρίτες οι περισσότεροι. Γενιά του ‘40 όλοι τους. Η εικόνα είναι θαμπή, κορεσμένη από σκόνες. Κείται ξέγνοιαστη σ’ ένα μπαούλο, “από την πατρίδα”, όπως συνηθίζει να λέει η γιαγιά. Τα πρόσωπα γνωστά μα συνάμα άγνωστα. Όλα τους χαμογελούν έχοντας ένα πρωτόγνωρο βλέμμα ευτυχίας. Όλοι τους είναι συγγενείς μου. Λησμονημένο σόι. Είναι και ο παππούς μου κάπου εκεί. Ακίνητος, αλλά αγέρωχος, με παλικαρίσιο παρουσιαστικό. Πλησιάζω προς τους συγγενείς μου, θέλω να τους σφίξω το χέρι, μα μάταια. Αντί γι’ αυτούς ακουμπάω ένα κιτρινιασμένο, μουχλιασμένο κομμάτι χαρτιού, που θυμίζει μία άλλη εποχή. Μία εποχή δύσκολη, γεμάτη κακουχίες. Μία εποχή σφοδρών πολέμων. Μία εποχή φτώχειας και στερήσεων. Όμως και μια εποχή αναπόσπαστης σχέσης, αμοιβαίας αγάπης μεταξύ των ανθρώπων. Τι κι αν πέρασαν χρόνια, τι κι αν πέρασαν μήνες, τα πρόσωπα συνεχίζουν να χαμογελούν, έστω κι αν ξεχάστηκαν. Δεν κρατάν κακία. Πάει τόσος καιρός, αλλά είναι σαν το χθες, σαν το σήμερα, σαν το αύριο. Όλη αυτή η συγκινητική, γεμάτη κατάνυξη ατμόσφαιρα με κάνει να σκεφτώ συνειρμικά: “πού βαδίζουμε;” Όλοι ερχόμαστε άγνωστοι σε τούτο τον κόσμο κι άγνωστοι αναχωρούμε. Περαστικοί ... Κάποτε θα ‘μαστε και ‘μεις "παγωμένοι" πάνω σ’ ένα φύλλο. Θα μας βλέπουν και θα μας χαιρετούν. Και ο κύκλος αενάως θα συνεχίζεται. Τελικά .. Γιατί γεννιόμαστε; Γιατί πεθαίνουμε; Ποιο το νόημα ύπαρξής μας; Όχι, δεν έγινα σε μία νύχτα φιλόσοφος. Φταίει το ότι είχα να 'ρθω καιρό στο χωριό. Σήμερα ήρθαμε για κηδεία κοντινού συγγενή. Δε θέλει και πολύ. “Μία ζωή την έχουμε, ό,τι φάμε και ό,τι πιούμε, όσο ζούμε”, λέει συχνά ο πάνσοφος και πολύπειρος λαός μας. Φυσικά και δεν έχει άδικο. Κάτι μέσα μου όμως με πνίγει, κάτι μέσα μου θέλει να βγει στην επιφάνεια από τα κλειδαμπαρωμένα βάθη της ψυχής μου. “Μακάρι να μπορούσαμε να ζήσουμε για πάντα…”, σκέφτομαι. Ή μήπως όχι, τελικά; ...