Σάββατο 21 Ιουλίου 2007

Προορισμός: Ονειρούπολη

Τα όνειρα είναι σαν γλυκές οπτασίες που ξεπηδούν από το πουθενά και σου χαρίζουν μερικά λεπτά χαράς, ηρεμίας, γαλήνης. Με τα όνειρα μπορείς και βλέπεις τη ζωή με άλλο μάτι, αισιόδοξα. Παρεά μ’ αυτά χάνεσαι σε μύριες σκέψεις, πηγαίνεις σε αλλιώτικα μέρη, φανταστικά. Έχοντας εξασφαλίσει το εισητήριό σου για την ονειρούπολη, χαλαρώνεις αφουγκράζοντας το γλυκό αεράκι πάνω, στην προκυμαία των ονείρων σου.

Μεγάλωσα μαθαίνοντας να κάνω όνειρα. Πάντα με τα όνειρα μου φαινόταν ο κόσμος διαφορετικός, καλύτερος. Όλοι έχουμε δικαίωμα στα όνειρα άλλωστε. Η λέξη ονειρεύομαι, όπως αναφερόταν και στην Πολίτικη Κουζίνα, κρύβει μέσα της τη λέξη ρεύομαι. Είναι αλήθεια πως τα όνειρα ποικίλουν από άτομο σ’ άτομο περνώντας από του καθενός το στομάχι. Άλλοτε μας είναι εύπεπτα, πραγματοποιήσιμα, όχι και τόσο δα ουτοπικά. Άλλοτε όμως είναι τόσο απλησίαστα που μας αφήνουν μια πίκρα μέσα μας, μία ονειρική απογοήτευση.

Εγώ, ας πούμε, είμαι αρκετά ονειροπόλος. Πολλές φορές που έκανα όνειρα, τα βλέπα τα πράγματα από διαφορετική οπτική γωνία. Πολλές φορές με φανταζόμουν με κάποια εκλεκτή της καρδιάς μου παρέα, σε ένα απόμακρο νησάκι, να ατενίζουμε το μαγευτικό αυγουστιάτικο ηλιοβασίλεμα. Τι ωραία που ‘ναι τα όνειρα! Από ‘κει που μουν κατσούφης, ξαφνικά γινόμουν ευτυχισμένος, αποσπώντας μερικά δευτερόλεπτα χαράς από τη μουντή καθημερινότητα.

Μερικές φορές όμως, αν και κάνεις όνειρα, γυρνάς από την αλλή μεριά, ξυπνάς, και βλέπεις κατάματα τον πραγματικό κόσμο και συλλογίζεσαι πως όλα αυτά δεν είναι παρά ηδονοβλεψίες, απραγματοποίητες επιθυμίες. Δυστυχώς, τα περισσότερά μου όνειρα ήταν ουτοπικά, απατηλά. Πάντα ήμουν τόσο ρομαντικός, τόσο άβγαλτος, που ξεχνούσα να συμπεριλάβω το βασικό παρανομαστή στην οδό των ονείρων μου, τον υπόλοιπο κόσμο.

Αλήθεια, αυτός ο κόσμος εκεί έξω σου τα στερεί τα όνειρα, σου τα καταστρέφει με τον εγωισμό του, με την αδικία του, με την υπεροψία του. Το ανώτερο ον, ο άνθρωπος, ποτέ δε συμβιβάστηκε. Πάντα ήθελε να ‘ναι ανώτερο των ανωτέρων, να ‘ναι ο καλύτερος, “Ο”, με ο κεφαλαίο. Αποτέλεσμα; Μερικά όνειρα παραπεταμένα στον κάδο που αλλιώς τον αποκαλούν ζωή.

Το να μου στερούν και να μου καταστρέφουν τα όνειρα ποτέ δε το ανέχτηκα. Πάντα αυτούς τους αντίκρυζα με ένα βλέμμα συμπόνιας, λύπησης, γιατί κατά βάθος ήξερα ότι ποτέ στη ζωή τους δεν επρόκειτο να ονειρευτούν. Τα όνειρα είναι όντως συνδεδεμένα με τη μαγειρική. Είναι το αλάτι της ζωής μας. Χωρίς αυτά, η ζωή καταντά φορική, πληκτική, ανικανοποίητη από τις και όλο περισσότερες άχρηστες ανάγκες μας που τις δημιουργούμε εμείς για ‘μας.

Παρ' όλα αυτά, ποτέ δε θα σταματήσω να ονειρεύομαι. Ποτέ δε θα σταματήσω να ‘μαι αισιόδοξος, να ψάχνω από κάτι να κρατηθώ, έστω κι αν είμαι μονάχος σε τούτο το όνειρο που λέγεται ζωή. Όταν θα φύγω, θα πάρω μαζί μου για παρακαταθήκη όλα τούτα τα όνειρα και θα τα κάνω μια μέρα πραγματικότητα σε έναν άλλον, καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο που δεν παύει ποτέ να ονειρεύεται και να χαίρεται. Έναν κόσμο ονειρικό, βγαλμένο από τη φαντασία ενός αθώου, μικρού παιδιού.

Στον κόσμο που δεν ονειρεύεται και δεν ξέρει τι χάνει...


PS: Φεύγω διακοπές... θα μου λείψετε !

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007

Ο Ζορμπάς κι εγώ

Πρέπει να 'ταν περασμένα μεσάνυχτα. Αφήνοντας πίσω τη βοή της πόλης, τις ανυπόταχτες υλακές των μίζερων καφετερειών, πήρα το δρόμο μου προς τον Αϊ-Γιώργη. Έτσι λεν το λόφο της πόλης μου, όπου και βρίσκεται κι ο φερώνυμος ναός.

Οι αναμνήσεις που 'χω από τούτο το μέρος είναι χιλιάδες. Από τότε που ήμουν πιτσιρίκι συνήθιζα να ανεβαίνω εκεί ψηλά με τους γονείς μου και παρέα να αγναντεύουμε την πόλη. Κάθε ανάμνηση κατέχει και μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Πάντα μου άρεζε το δροσερό αεράκι να θωπεύει το πρόσωπό μου και μαζί με δαύτο να περιπλανιέμαι στο άπειρο. Ο τόπος αυτός ήταν για εμένα ανέκαθεν κάτι το ιερό. Αποτελούσε και αποτελεί το ορμητήριο των σκέψεών μου, των αναζητήσεών μου.

Συνεπαρμένος από τη ξαστεριά, τα καπρίτσια της θεάς νύχτας, απεφάσισα να ανηφορήσω για πολλοστή φορά στον τιμημένο λόφο. Ήταν σαν κάτι να με ήλκε προς εκείνο το μέρος, σαν κάποια κρυφή, μαγική δύναμη να με καλεί.

Καθόλη τη διάρκεια του περιπάτου μου ήμουν βυθισμένος σε περισυλλογή. Πολλές οι σκέψεις, πολλοί οι προβληματισμοί, πολύς ο δρόμος για τον προορισμό. Κι όσο προχωρούσα, τόσο οι σκέψεις φούντωναν, τόσο το αμπερόμετρο της καρδιάς μου χτυπούσε κόκκινο. Τελικά, ύστερα από αρκετή ώρα οδοιπορίας και ελαφρώς κουρασμένος, βρέθηκα ξέγνοιαστος σε ένα παγκάκι να ατενίζω την υπέροχη θέα της πόλης μου, του Κιλκίς.

Όλα φαίνονται από εδώ΄ και η παραμικρή λεπτομέρεια. Με μια γρήγορη ματιά, βλέπω αραδιασμένα, ισχνά φώτα και ανήσυχες ψυχές να ψάχνουν από κάτι να πιαστούν μέσα στο βαθύ έρεβος. Ίσως δεν είμαι ο μόνος τελικά. Ίσως με συμπάσχουν κι άλλοι...

Και τι γίνεται όμως πέρα από τα φώτα και τη ζωή της πόλης; Ή μήπως όλα τελειώνουν εδώ; Την απάντηση μου την επεφύλλασσε η μοίρα για το τέλος. Ο ουρανός, τα αστέρια! Πώς δε το σκέφτηκα από την αρχή, αναρρωτιέμαι. Εκεί βρίσκονται όλα κρυμμένα!

"Ποιος τα καμε; Γιατί τα καμε; Γιατί να πεθαίνουμε; Από πού ερχόμαστε και πού πάμε;" Αυτές είναι μερικές από τις ερωτήσεις που μου έρχονται απρόσμενα στο μυαλό. Ερωτήσεις γνώριμες. Κάπου τις είχα ξαναδιαβάσει. Ναι! Το βρήκα. Ο Ζορμπάς... Ξαφνικά, έγινα ένα με τον Ζορμπά, ένα με τις ανησυχίες του, με την περιέργειά του. Κάτι μου λέει βαθειά μέσα μου όμως πως πάλι απάντηση δεν πρόκειται να πάρω. Όπως και να έχει όμως, ποιος είπε ότι κάθε αρχή έχει και το τέλος της;

" Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε:
- Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα καμε; Γιατί τα καμε; Και πάνω από όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί θα πεθαίνουμε;
- Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το ξηγήσω.
- Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.
Σώπασε λίγο. άξαφνα ξέσπασε:
- Τότε τι 'ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δε λένε αυτό, τι λένε;
- Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δε μπορεί να απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
- Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:
- Καναβάρο! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
- Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.
Στράφηκε πάλι σε μένα.
- Εγώ θέλω να μου πεις από πού ερχόμαστε και πού πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές. Θα 'χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί. Τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε. Αχ, να μπορούσα να του 'δινα μιαν απόκριση!
Ένοιωθα βαθειά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη. Μα κάτι άλλο πιο άψηλο, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι 'ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; Ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
- Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
- Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η Γη μας. Τ' άλλα τα φύλλα είναι τα αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα. Τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει. Το γευόμαστε, τρώγεται. Το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τ' άλλα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν' ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει στην καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...
Σταμάτησα. Ήθελα να πω: "Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση", μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
- Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
- ...αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός". Άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: "Μου αρέσει".
Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα. Βασανιζόταν να καταλάβει.
- Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο. Τον κοιτάζω και δε φοβούμαι. Όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:
- Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: "Σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!"
Δε μιλούσα. Να λες "Ναι!" στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου λεύτερη βούληση - αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι' αυτό δε μιλούσα.
Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να του πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.
- Καληνύχτα, αφεντικό, είπε. Φτάνει. "

Πολλές φορές πέρασα ώρες και ώρες, πολλές φορές ξενύχτισα και μολαταύτα, απελπισμένος, με έπαιρνε υπό τη σκέπη του ο γλυκύτατος ύπνος. Το ίδιο φοβάμαι ότι θα γίνει δυστυχώς και τώρα. Το ίδιο θα γίνει κάποτε αιώνια και όλα αυτά θα τα κουβαλάω μαζί μου, όπου και αν πάω, όπου και αν διαβώ.

Καληνύχτα ...

Τρίτη 3 Ιουλίου 2007

Ο μονόλογος του blogger

Λένε πολλοί σήμερα, κυρίως οι παλαιοί, οι κουλτουριάρηδες, πως η νεά γενιά βαδίζει από το κακό στο χειρότερο, πως βρίσκουμε διεξόδους σε μέρη ακατάλληλα, σκοτεινά. Ίσως έχω βρει και γω το δρόμο μου σε μέρη ακατάλληλα, σκοτεινά, αδιάβατα. Τα μέρη των blogs. Πάντα είχα την περιέργεια να γράψω σε ένα τέτοιο μέρος. Πάρ' όλα αυτά, ξαφνικά, στέρευα από ιδέες, δεν είχα τι να γράψω. Είπα να κάνω μια αρχή, γράφοντας αυτό που θα μου ερχόταν αυθόρμητα στα αυλάκια του νου. Τελικά ο κύβος ερρίφθη. Πάνω-πάνω, στην κουρασμένη βιβλιοθήκη μου, βρήκα ένα βιβλίο που έδωσε τον ούριο άνεμο, το έναυσμα για την έναρξη των περιπετειών μου στα δίχτυα του ύπουλου μα συνάμα συναρπαστικού διαδικτύου.

Καλή μου αρχή. Είθε να πάνε όλα κατ' ευχήν!


Ο Κοσμάς Πολίτης, ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους λυρικούς νεοέλληνες ποιητές, γράφει:

” … Δεν έγινε καμιά μεταβολή στη ζωή μου. Δεν ξέρω που να αποδώσω τη διάθεση που νιώθω απόψε να δω τις σκέψεις μου αραδιασμένες πάνω στο χαρτί. Δεν έχω καμιά κλίση για τη φιλολογία -ούτε είμαι βέβαια ερωτεμένος. Ο έρωτας; Κάποιος είπε πως είναι μια εφεύρεση που ο καθένας τη νομίζει δική του. Εγώ δεν είμαι εφευρέτης. Είμαι αρχιτέκτονας. Ένα μυαλό θετικό.
Το αποδίνω περισσότερο στην επήρεια του μέρους όπου βρίσκομαι. Νιώθω να με κυριεύει το αρχαίο πνεύμα της σαφήνειας που αγαπά τις ευθείες γραμμές δίχως να αφήνει τίποτα συγκεχυμένο. Θέλω κι εγώ να πιάσω τις ιδέες μου, που πότε τις βρίσκω πότε τις χάνω, να τις ταχτοποιήσω, να τις διαβάσω καθαρές και με σαφήνεια. Δεν αποκλείεται σαν τις ξαναδιαβάσω κάποτε να μου φανούνε ξένες. Ωστόσο, κι αν τις απαρνηθώ ακόμα, δεν παύουνε να ‘ναι δικές μου. Πολλές φορές, οι άλλοι αναγνωρίζουν ευκολώτερ’ από μας τους ίδιους αυτό που είναι δικό τους.
Να, την περασμένη βδομάδα, στο γραφείο, βρήκα σ’ ένα συρτάρι μια κοκάλινη βεντάλια δεμένη με γαλάζια μεταξωτή κορδέλα. Ρώτησα τίνος είναι. “Δε θυμάστε που τη φέρατε μαζί σας από το Παρίσι;” Μου αποκρίθηκε η υπάλληλος. “Την είχατε πάντα στην τσέπη σας τις πρώτες μέρες”. Πραγματικά, δε το θυμόμουν. Αφού το λέει όμως, έτσι πρέπει να ‘τανε.
Να δω τις σκέψεις μου αραδιασμένες. Δεν πρόκειται μονάχα για τις σκέψεις μου. Θα γράφω κάθε μέρα ό,τι συντυχαίνω και το κρίνω ενδιαφέρον. Μα ίσως να ‘ναι μόνο από τεμπελιά -οι συγγραφείς είναι τεμπέλικη ράτσα, παραδομένοι στην ονειροπόληση. Ναι, ίσως περισσότερο να πρόκειται για μια διάθεση περιπλάνησης -περιπλάνησης του νου.
… Είμαι βέβαιος πως αυτή τη στιγμή κάποιο πρόσωπο περιδιαβάζει έξω, κάτω από το μαγεμένο σεληνόφωτο, μέσα σ’ έν’ από τα πιο θαυμαστά τοπία του κόσμου. Όμως δε βγαίνω να το συναντήσω, προτιμώ να κάθομαι κλεισμένος και να γράφω.
Θα γράφω κάθε μέρα ό,τι βλέπω ενδιαφέρον. Αρχίζω από σήμερα, μ’ όλο που δε συνέβηκε τίποτα ιδιαίτερο. Γράφω την ημερομηνία για να τη θυμάμαι: 22 του Μάρτη***. ”

Δεν ξέρω τι με πιάνει και θέλω να γράφω και να γράφω όταν έχω μουσική υπόκρουση ως φόντο των σκέψεών μου. Αλήθεια, δε μπορώ να το περιγράψω. Είναι σα μια μετάλλαξη, σα να γίνομαι άλλος άνθρωπος. Είμαι σαν ένας δήθεν άβγαλτος λόγιος που με μεγάλη ευχέρεια κατοχυρώνει τη διαθήκη του πάνω στο χαρτί. Η ζωή μας είναι κι αυτή χάρτινη. Μ’ ένα απαλό φύσημα του ανέμου γκρεμοτσακίζεται, χάνεται. Η σχέση μου με το χαρτί είναι αλληλένδετη. Χάρτινες είναι κι οι σκέψεις μου. Πολλές φορές κυλάνε τόσο γλήγορα που τις χάνω, δε προλαβαίνω να τις συμπεριλάβω στη διαθήκη μου. Όσες καταφέρω και σώσω τις περιποιούμαι, τις διανθίζω, τις ποτίζω με το μελάνι του νού και της φαντασίας. Άλλες μαραίνονται, άλλες ανακυκλώνονται, άλλες καρποφορούν.

Παρέα με δαύτες περιπλανιέμαι ώρες κι ώρες, πάντοτε με τη γλυκιά μελωδία στο υπόβαθρο. Αυτές οι νότες πρέπει να ‘ναι υπεύθυνες, σ’ αυτές τα χρωστώ -και ίσως λίγο και στην τεμπελιά μου ...